επίφθεγμα

επίφθεγμα
το (Α ἐπίφθεγμα) [επιφθέγγομαι]
νεοελλ.
ειδικώς οι επιφωνηματικές εκφράσεις με τις οποίες ο άνθρωπος οδηγεί τα ζώα ή τά προσκαλεί κοντά του, π.χ. ψι ψι ψι, ντε ντε κ.λπ.
αρχ.
1. επωδός, τσάκισμα («παιωνικὸν ἐπίφθεγμα», Αθήν.)
2. ό,τι λέγεται για επίπληξη («καθάπερ βακτηρίαν τινὰ τὸ ἐπίφθεγμα τοῡτο ὀρέγων», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. επιφώνημα («κλητικὸν ἐπίφθεγμα», Απολλ. Δύσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίφθεγμα — refrain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθεγμάτων — ἐπίφθεγμα refrain neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθέγματα — ἐπίφθεγμα refrain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθέγματι — ἐπίφθεγμα refrain neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφθέγματος — ἐπίφθεγμα refrain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • JE — in notis antiqq. interest, in eum, vel Iudex esto, vel in aere etc. designat. Apud Graecos ἴε, seu ἴη παιὰν, acclamatio erat Paeanibus peculiaris, ἐπίφθεγμα et ἐπίῤῥημα vulgo dicta, quâ solâ paeanes a scoliis differebant: quamvis et hoc quoque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πύππαξ — ή πυππάξ Α 1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῡ λόγου», Πλάτ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῡ ὡς πένθους ἀμετάφραστον» …   Dictionary of Greek

  • ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”